- δικασπόλος
- δικασπόλος, -ον (Α)1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που απονέμει το δίκαιο, ο δικαστής2. φρ. «δικασπόλον σκῆπτρον» — σκήπτρο, σύμβολο δικαστικής εξουσίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρικός τ. που απαντά και στους μτγν. ποιητές. Η λ. παρουσιάζει όμοιο σχηματισμό προς τα αι-πόλος, βου-κόλος, με τη διαφορά ότι ως α' συνθετικό χρησιμοποιήθηκε η λ. δίκη στην αιτ. πληθ. (δίκας) για άγνωστο λόγο. Πιθ. ο πληθ. είχε κάποια σημασιολογική απόχρωση η οποία δεν ήταν δυνατό να αποδοθεί με τον ενικό].
Dictionary of Greek. 2013.